-
1 βίαιος
1 by the force of Παρθ. 1. 1. μαλάσσοντες βίαιον πόντον ( the force of the sea: v. l. βία τὸν unde βιατὰν coni. Bergk) *fr. 140c. 1* n. pro subs., forceἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, οὐχ ὑπερβαλών, βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις N. 7.67
Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειπί (v. l. βιαιῶν τὸ δικαιότατον) fr. 169. 3. adv., -ως, ἀποσυλᾶσαι βιαίως” by force P. 4.110 περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως perforce cf. Wil., S & S. 189̆{2} fr. 123. 7. -
2 βιαιόω
1 compel βιαιῶν τὸ δικαιότατον (v. l. δικαιῶν τὸ βιαιότατον) fr. 169. 3.] -
3 δίκαιος
δίκαιος (-ον; -οις· -ᾶν· -ῳ: adv. - ως) Θήρωνα ὄπῖ δίκαιον ξένων (Hermann: ὀπὶ vel ὄπι δίκαιον ξένον codd: ὄπιν δίκαιον ξένων Hartung: ὄπιδι δίκαιον ξένων Bury) O. 2.61νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν P. 1.86
δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων P. 4.280
μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι) N. 10.54 ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος fr. 159. ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τεπρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
[ βιαιῶν τὸ δικαιότατον (v. 1. δικαιῶν τὸ βιαιότατον) fr. 169. 3.] adv., ]σφίσιν μάλα πρᾶξον [δι]καίως Pae. 8.12
-
4 δικαιόω
1 make just sens. dub. ?punish, justify Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί (v. 1. βιαιῶν τὸ δικαιότατον) fr. 169. 3.
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский